- πομποδέκτης
- οσυσκευή που συνδυάζει ταυτόχρονα τα χαρακτηριστικά του πομπού και του δέκτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πομποδέκτης — ο, Ν ο δέκτης τού πομπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπός + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. δωρο δέκτης] … Dictionary of Greek
ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… … Dictionary of Greek